προοδοποιώ

προοδοποιώ
-έω, ΜΑ
προετοιμάζω την οδό, ετοιμάζω τον δρόμο (α. «ὁ δὲ παιδαγωγὸς οὐκ ἐναντίος τῷ διδασκάλῳ ἀλλὰ προοδοποιῶν αύτῷ», Ιωάνν. Δαμασκ.
β. «πάντα γὰρ δεῑ τὰ τοιαῡτα προοδοποιεῑν πρὸς τὰς ὕστερον διατριβάς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προετοιμάζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων («αὐλακηδὸν τὰ τῆς ψυχῆς βάθη προοδοποιῶν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. μέσ. προοδοποιοῡμαι
διευθύνομαι προς κάτι, τείνω προς μια κατεύθυνση («δεῑ προοδοποιήσασθαι διὰ τὴν κίνησιν πάντα τὰ μόρια», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὁδοποιῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προοδοποιῶ — προοδοποιέω prepare pres subj act 1st sg (attic epic doric) προοδοποιέω prepare pres ind act 1st sg (attic epic doric) προοδοποιῶ , προοδοποιέω prepare pres subj act 1st sg (attic epic doric) προοδοποιῶ , προοδοποιέω prepare pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδοποιῷ — προοδοποιός preparing the way masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοδοποίησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [προοδοποιῶ] η προετοιμασία τής οδού, η προπαρασκευή για τον ερχομό («παρασκευὴ τοῡτό ἐστιν ἐκείνου καὶ προοδοποίησις», Ιωάνν. Χρυσ) …   Dictionary of Greek

  • προοδοποιητικός — ή, όν, Α [προοδοποιῶ] αυτός που συντελεί στην προοδοποίηση, που προετοιμάζει τον δρόμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”